Translation meaning & definition of the word "stiffness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακαμψία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stiffness
[Στιβαρότητα]/stɪfnəs/
noun
1. The physical property of being inflexible and hard to bend
- synonym:
- stiffness
1. Η φυσική ιδιότητα του να είναι άκαμπτη και δύσκολο να λυγίσει
- συνώνυμο:
- ακαμψία
2. The property of moving with pain or difficulty
- "He awoke with a painful stiffness in his neck"
- synonym:
- stiffness
2. Η ιδιότητα της κίνησης με πόνο ή δυσκολία
- "Ξύπνησε με μια οδυνηρή δυσκαμψία στο λαιμό του"
- συνώνυμο:
- ακαμψία
3. Firm resoluteness in purpose or opinion or action
- "A charming host without any touch of stiffness or pomposity"
- synonym:
- stiffness
3. Σταθερή αποφασιστικότητα στο σκοπό ή τη γνώμη ή τη δράση
- "Ένας γοητευτικός οικοδεσπότης χωρίς κανένα άγγιγμα της ακαμψίας ή της πομπότας"
- συνώνυμο:
- ακαμψία
4. The inelegance of someone stiff and unrelaxed (as by embarrassment)
- synonym:
- awkwardness ,
- clumsiness ,
- gracelessness ,
- stiffness
4. Η ανισότητα κάποιου δύσκαμπτου και αχαλίνωτου (α από αμηχανία)
- συνώνυμο:
- αμηχανία ,
- αδεξιότητα ,
- απροσεξία ,
- ακαμψία
5. Excessive sternness
- "Severity of character"
- "The harshness of his punishment was inhuman"
- "The rigors of boot camp"
- synonym:
- severity ,
- severeness ,
- harshness ,
- rigor ,
- rigour ,
- rigorousness ,
- rigourousness ,
- inclemency ,
- hardness ,
- stiffness
5. Υπερβολική αυστηρότητα
- "Σπουδαιότητα του χαρακτήρα"
- "Η σκληρότητα της τιμωρίας του ήταν απάνθρωπη"
- "Οι αυστηρότητες του στρατοπέδου εκκίνησης"
- συνώνυμο:
- σοβαρότητα ,
- αποβλαβέσ ,
- σκληρότητα ,
- αυστηρότητα ,
- απελπισία ,
- ακαμψία