Translation meaning & definition of the word "stiffly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "απότομα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stiffly
[Δυσφημιστικά]/stɪfli/
adverb
1. In a stiff manner
- "His hands lay stiffly"
- synonym:
- stiffly ,
- stiff
1. Με σκληρό τρόπο
- "Τα χέρια του βρίσκονται άκαμπτα"
- συνώνυμο:
- άκαμπτα ,
- σκληρός
2. In a rigid manner
- "The body was rigidly erect"
- "He sat bolt upright"
- synonym:
- rigidly ,
- stiffly ,
- bolt
2. Με άκαμπτο τρόπο
- "Το σώμα ήταν άκαμπτα όρθιο"
- "Κάθισε το μπουλόνι όρθιο"
- συνώνυμο:
- άκαμπτα ,
- μπουλόνι