Translation meaning & definition of the word "stickler" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κολλιέ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stickler
[Αυτοκόλλητοσ]/stɪkələr/
noun
1. Someone who insists on something
- "A stickler for promptness"
- synonym:
- stickler
1. Κάποιος που επιμένει σε κάτι
- "Ένας σταχυολόγος για την αμεσότητα"
- συνώνυμο:
- κολλητήσ
Examples of using
My teacher is a stickler for grammar.
Ο δάσκαλός μου είναι ένας στοιχειοθεραπευτής για τη γραμματική.