Translation meaning & definition of the word "sticker" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κολλητής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sticker
[Αυτοκόλλητο]/stɪkər/
noun
1. A small sharp-pointed tip resembling a spike on a stem or leaf
- synonym:
- spine ,
- thorn ,
- prickle ,
- pricker ,
- sticker ,
- spikelet
1. Μια μικρή αιχμηρή άκρη που μοιάζει με ακίδα σε ένα στέλεχος ή φύλλο
- συνώνυμο:
- σπονδυλική στήλη ,
- αγκάθι ,
- τσιμπώ ,
- αυτοκόλλητο ,
- πηκτή
2. An adhesive label
- synonym:
- gummed label ,
- sticker ,
- paster
2. Μια συγκολλητική ετικέτα
- συνώνυμο:
- ετικέτα με τσίχλες ,
- αυτοκόλλητο ,
- πάστερ
3. A particularly difficult or baffling question or problem
- synonym:
- poser ,
- stumper ,
- toughie ,
- sticker
3. Ένα ιδιαίτερα δύσκολο ή αντιμετωπιστικό ερώτημα ή πρόβλημα
- συνώνυμο:
- πόζερ ,
- παραπαίουν ,
- σκληρός ,
- αυτοκόλλητο
4. A short knife with a pointed blade used for piercing or stabbing
- synonym:
- dagger ,
- sticker
4. Ένα κοντό μαχαίρι με μια μυτερή λεπίδα που χρησιμοποιείται για διάτρηση ή μαχαίρωμα
- συνώνυμο:
- παραφορτώνω ,
- αυτοκόλλητο