Translation meaning & definition of the word "stick" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "ραβδί" στην ελληνική γλώσσα
Stick
[Ραβδί]noun
1. An implement consisting of a length of wood
- "He collected dry sticks for a campfire"
- "The kid had a candied apple on a stick"
- synonym:
- stick
1. Ένα εργαλείο που αποτελείται από ένα μήκος ξύλου
- "Μάζεψε ξερά μπαστούνια για φωτιά"
- "Το παιδί είχε ένα ζαχαρωμένο μήλο σε ένα ραβδί"
- συνώνυμο:
- ραβδί
2. A small thin branch of a tree
- synonym:
- stick
2. Ένα μικρό λεπτό κλαδί ενός δέντρου
- συνώνυμο:
- ραβδί
3. A lever used by a pilot to control the ailerons and elevators of an airplane
- synonym:
- stick ,
- control stick ,
- joystick
3. Μοχλός που χρησιμοποιείται από πιλότο για τον έλεγχο των πτερυγίων και των ανελκυστήρων ενός αεροπλάνου
- συνώνυμο:
- ραβδί ,
- ραβδί ελέγχου ,
- joystick
4. A rectangular quarter pound block of butter or margarine
- synonym:
- stick
4. Ένα ορθογώνιο μπλοκ βουτύρου ή μαργαρίνης τετάρτου λίβρας
- συνώνυμο:
- ραβδί
5. Informal terms for the leg
- "Fever left him weak on his sticks"
- synonym:
- pin ,
- peg ,
- stick
5. Άτυποι όροι για το πόδι
- "Ο πυρετός τον άφησε αδύναμο στα ραβδιά του"
- συνώνυμο:
- καρφίτσα ,
- μανταλάκι ,
- ραβδί
6. A long implement (usually made of wood) that is shaped so that hockey or polo players can hit a puck or ball
- synonym:
- stick
6. Ένα μακρύ εργαλείο (συνήθως από ξύλο) που έχει σχήμα έτσι ώστε οι παίκτες χόκεϊ ή πόλο να μπορούν να χτυπήσουν ένα ξωτικό ή μια μπάλα
- συνώνυμο:
- ραβδί
7. A long thin implement resembling a length of wood
- "Cinnamon sticks"
- "A stick of dynamite"
- synonym:
- stick
7. Μακρύ λεπτό εργαλείο που μοιάζει με μήκος ξύλου
- "Μπαστούνια κανέλας"
- "Ένα ραβδί δυναμίτη"
- συνώνυμο:
- ραβδί
8. Marijuana leaves rolled into a cigarette for smoking
- synonym:
- joint ,
- marijuana cigarette ,
- reefer ,
- stick ,
- spliff
8. Τα φύλλα μαριχουάνας κυλήθηκαν σε ένα τσιγάρο για κάπνισμα
- συνώνυμο:
- κοινός ,
- τσιγάρο μαριχουάνας ,
- αναφερόμενοσ ,
- ραβδί ,
- σπλιφ
9. Threat of a penalty
- "The policy so far is all stick and no carrot"
- synonym:
- stick
9. Απειλή ποινής
- "Η μέχρι τώρα πολιτική είναι όλα ραβδί και χωρίς καρότο"
- συνώνυμο:
- ραβδί
verb
1. Put, fix, force, or implant
- "Lodge a bullet in the table"
- "Stick your thumb in the crack"
- synonym:
- lodge ,
- wedge ,
- stick ,
- deposit
1. Βάλτε, διορθώστε, αναγκάστε ή εμφυτεύστε
- "Καταθέστε μια σφαίρα στο τραπέζι"
- "Κόλλα τον αντίχειρά σου στη ρωγμή"
- συνώνυμο:
- λότζετ ,
- σφήνα ,
- ραβδί ,
- κατάθεση
2. Stay put (in a certain place)
- "We are staying in detroit
- We are not moving to cincinnati"
- "Stay put in the corner here!"
- "Stick around and you will learn something!"
- synonym:
- stay ,
- stick ,
- stick around ,
- stay put
2. Μείνετε στη θέση σας (σε ένα συγκεκριμένο μέρος)
- "Μένουμε στο ντιτρόιτ
- Δεν μετακομίζουμε στο σινσινάτι"
- "Μείνετε στη γωνία εδώ!"
- "Γυρίστε και θα μάθετε κάτι!"
- συνώνυμο:
- μείνετε ,
- ραβδί ,
- κολλήστε ,
- μείνε στη θέση σου
3. Stick to firmly
- "Will this wallpaper adhere to the wall?"
- synonym:
- adhere ,
- hold fast ,
- bond ,
- bind ,
- stick ,
- stick to
3. Κολλήστε σταθερά
- "Θα κολλήσει αυτή η ταπετσαρία στον τοίχο;"
- συνώνυμο:
- τηρώ ,
- κρατήστε γρήγορα ,
- δεσμός ,
- δεσμεύω ,
- ραβδί ,
- εμμένω
4. Be or become fixed
- "The door sticks--we will have to plane it"
- synonym:
- stick
4. Να είσαι ή να διορθωθείς
- "Η πόρτα κολλάει - θα πρέπει να την αεροπλανίσουμε"
- συνώνυμο:
- ραβδί
5. Endure
- "The label stuck to her for the rest of her life"
- synonym:
- stick
5. Αντέχω
- "Η ετικέτα της κόλλησε για το υπόλοιπο της ζωής της"
- συνώνυμο:
- ραβδί
6. Be a devoted follower or supporter
- "The residents of this village adhered to catholicism"
- "She sticks to her principles"
- synonym:
- adhere ,
- stick
6. Να είστε αφοσιωμένος οπαδός ή υποστηρικτής
- "Οι κάτοικοι αυτού του χωριού προσχώρησαν στον καθολικισμό"
- "Εμμένει στις αρχές της"
- συνώνυμο:
- τηρώ ,
- ραβδί
7. Be loyal to
- "She stood by her husband in times of trouble"
- "The friends stuck together through the war"
- synonym:
- stand by ,
- stick by ,
- stick ,
- adhere
7. Να είσαι πιστός στο
- "Στάθηκε στο πλευρό του συζύγου της σε περιόδους προβλημάτων"
- "Οι φίλοι κόλλησαν μαζί μέσα στον πόλεμο"
- συνώνυμο:
- σταθείτε δίπλα ,
- παραμένω ,
- ραβδί ,
- τηρώ
8. Cover and decorate with objects that pierce the surface
- "Stick some feathers in the turkey before you serve it"
- synonym:
- stick
8. Καλύψτε και διακοσμήστε με αντικείμενα που τρυπούν την επιφάνεια
- "Κόλλα μερικά φτερά στη γαλοπούλα πριν τη σερβίρεις"
- συνώνυμο:
- ραβδί
9. Fasten with an adhesive material like glue
- "Stick the poster onto the wall"
- synonym:
- stick
9. Στερεώστε με ένα συγκολλητικό υλικό όπως κόλλα
- "Κόλλα την αφίσα στον τοίχο"
- συνώνυμο:
- ραβδί
10. Fasten with or as with pins or nails
- "Stick the photo onto the corkboard"
- synonym:
- stick
10. Στερεώστε με ή όπως με τις καρφίτσες ή τα νύχια
- "Κολλήστε τη φωτογραφία στον φελλό"
- συνώνυμο:
- ραβδί
11. Fasten into place by fixing an end or point into something
- "Stick the corner of the sheet under the mattress"
- synonym:
- stick
11. Στερεώστε στη θέση του στερεώνοντας ένα άκρο ή ένα σημείο σε κάτι
- "Κολλήστε τη γωνία του σεντονιού κάτω από το στρώμα"
- συνώνυμο:
- ραβδί
12. Pierce with a thrust using a pointed instrument
- "He stuck the cloth with the needle"
- synonym:
- stick
12. Τρυπήστε με ώθηση χρησιμοποιώντας ένα μυτερό όργανο
- "Κόλλησε το πανί με τη βελόνα"
- συνώνυμο:
- ραβδί
13. Pierce or penetrate or puncture with something pointed
- "He stuck the needle into his finger"
- synonym:
- stick
13. Τρυπήστε ή διεισδύστε ή τρυπήστε με κάτι μυτερό
- "Έβαλε τη βελόνα στο δάχτυλό του"
- συνώνυμο:
- ραβδί
14. Come or be in close contact with
- Stick or hold together and resist separation
- "The dress clings to her body"
- "The label stuck to the box"
- "The sushi rice grains cohere"
- synonym:
- cling ,
- cleave ,
- adhere ,
- stick ,
- cohere
14. Ελάτε ή να είστε σε στενή επαφή με
- Κολλήστε ή κρατήστε μαζί και αντισταθείτε στον διαχωρισμό
- "Το φόρεμα κολλάει στο σώμα της"
- "Η ετικέτα κόλλησε στο κουτί"
- "Οι κόκκοι ρυζιού σούσι συνεκτιμώνται"
- συνώνυμο:
- προσκολλώ ,
- διάσπαση ,
- τηρώ ,
- ραβδί ,
- συνεκτιμώ
15. Saddle with something disagreeable or disadvantageous
- "They stuck me with the dinner bill"
- "I was stung with a huge tax bill"
- synonym:
- stick ,
- sting
15. Σέλα με κάτι δυσάρεστο ή μειονεκτικό
- "Με κόλλησαν με το λογαριασμό του δείπνου"
- "Με τσίμπησε ένας τεράστιος φορολογικός λογαριασμός"
- συνώνυμο:
- ραβδί ,
- τσίμπημα
16. Be a mystery or bewildering to
- "This beats me!"
- "Got me--i don't know the answer!"
- "A vexing problem"
- "This question really stuck me"
- synonym:
- perplex ,
- vex ,
- stick ,
- get ,
- puzzle ,
- mystify ,
- baffle ,
- beat ,
- pose ,
- bewilder ,
- flummox ,
- stupefy ,
- nonplus ,
- gravel ,
- amaze ,
- dumbfound
16. Γίνε μυστήριο ή σαστίζει να
- "Αυτό με χτυπάει!"
- "Με έπιασα--δεν ξέρω την απάντηση!"
- "Ένα ενοχλητικό πρόβλημα"
- "Αυτή η ερώτηση με κόλλησε πραγματικά"
- συνώνυμο:
- περίπλοκο ,
- vex ,
- ραβδί ,
- παίρνω ,
- παζλ ,
- μυστικοποιώ ,
- διάφραγμα ,
- χτύπημα ,
- πόζα ,
- σαστίζω ,
- flummox ,
- αποπνικτικόσ ,
- μη συν ,
- χαλίκι ,
- καταπλήσσω ,
- ανόητοσ