Translation meaning & definition of the word "stewardess" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποχαιρετισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stewardess
[Αεροσυνοδός]/stuərdəs/
noun
1. A woman steward on an airplane
- synonym:
- stewardess ,
- air hostess ,
- hostess
1. Μια γυναίκα βομβιστής σε ένα αεροπλάνο
- συνώνυμο:
- αεροσυνοδός ,
- οικοδέσποινα
Examples of using
He married a stewardess.
Παντρεύτηκε μια αεροσυνοδός.
The stewardess can speak French after a fashion.
Η αεροσυνοδός μπορεί να μιλήσει γαλλικά μετά από μια μόδα.
He married a stewardess.
Παντρεύτηκε μια αεροσυνοδός.