Translation meaning & definition of the word "stew" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απόθεμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stew
[Στιβ]/stu/
noun
1. Agitation resulting from active worry
- "Don't get in a stew"
- "He's in a sweat about exams"
- synonym:
- fret ,
- stew ,
- sweat ,
- lather ,
- swither
1. Αναταραχή που προκύπτει από ενεργό ανησυχία
- "Μην μπεις σε στιφάδο"
- "Είναι σε έναν ιδρώτα για τις εξετάσεις"
- συνώνυμο:
- τρέλα ,
- στιβάζω ,
- ιδρώτας ,
- αφαιρώ ,
- παραπαίω
2. Food prepared by stewing especially meat or fish with vegetables
- synonym:
- stew
2. Τρόφιμα που παρασκευάζονται με το βράσιμο ειδικά κρέας ή ψάρι με λαχανικά
- συνώνυμο:
- στιβάζω
verb
1. Be in a huff
- Be silent or sullen
- synonym:
- grizzle ,
- brood ,
- stew
1. Είμαι σε μια απόχρωση
- Να είστε σιωπηλοί ή ανήσυχοι
- συνώνυμο:
- πιάνω ,
- σκούπα ,
- στιβάζω
2. Bear a grudge
- Harbor ill feelings
- synonym:
- stew ,
- grudge
2. Φέρω μνησικακία
- Απολαμβάνω αρρώστια
- συνώνυμο:
- στιβάζω ,
- αναστατώνω
3. Cook slowly and for a long time in liquid
- "Stew the vegetables in wine"
- synonym:
- stew
3. Μαγειρέψτε αργά και για μεγάλο χρονικό διάστημα σε υγρό
- "Βάλτε τα λαχανικά στο κρασί"
- συνώνυμο:
- στιβάζω
Examples of using
Tom put way too much salt in the stew.
Ο Τομ έβαλε πάρα πολύ αλάτι στο στιφάδο.
Tom made stew for dinner.
Ο Τομ έφτιαξε στιφάδο για δείπνο.
Tom added some interesting spices to the stew.
Ο Τομ πρόσθεσε μερικά ενδιαφέροντα μπαχαρικά στο στιφάδο.