Translation meaning & definition of the word "sterling" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στέρλωμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sterling
[Στέρλινγκ]/stərlɪŋ/
noun
1. British money
- Especially the pound sterling as the basic monetary unit of the uk
- synonym:
- sterling
1. Βρετανικά χρήματα
- Ειδικά η λίρα στερλίνα ως βασική νομισματική μονάδα του ηνωμένου βασιλείου
- συνώνυμο:
- στερλίνα
adjective
1. Highest in quality
- synonym:
- greatest ,
- sterling(a) ,
- superlative
1. Υψηλότερη σε ποιότητα
- συνώνυμο:
- μεγαλύτερος ,
- στερλιν()α<TAG1> ,
- υπερθετικόσ