Translation meaning & definition of the word "sterile" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στείρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sterile
[Αποστειρωμένοσ]/stɛrəl/
adjective
1. Incapable of reproducing
- "An infertile couple"
- synonym:
- sterile ,
- unfertile ,
- infertile
1. Ανίκανος να αναπαραχθεί
- "Ένα άγονο ζευγάρι"
- συνώνυμο:
- αποστειρωμένοσ ,
- ανελέητοσ ,
- στείρα
2. Free of or using methods to keep free of pathological microorganisms
- "A sterile operating area"
- "Aseptic surgical instruments"
- "Aseptic surgical techniques"
- synonym:
- aseptic ,
- sterile
2. Χωρίς ή χρησιμοποιώντας μεθόδους για να απαλλαγούμε από παθολογικούς μικροοργανισμούς
- "Αποστειρωμένη περιοχή λειτουργίας"
- "Ασηπτικά χειρουργικά εργαλεία"
- "Ασηπτικές χειρουργικές τεχνικές"
- συνώνυμο:
- άσηπτοσ ,
- αποστειρωμένοσ
3. Deficient in originality or creativity
- Lacking powers of invention
- "A sterile ideology lacking in originality"
- "Unimaginative development of a musical theme"
- "Uninspired writing"
- synonym:
- sterile ,
- unimaginative ,
- uninspired ,
- uninventive
3. Ανεπαρκής στην πρωτοτυπία ή τη δημιουργικότητα
- Ανεπαρκείς δυνάμεις εφεύρεσης
- "Μια στείρα ιδεολογία που λείπει από την πρωτοτυπία"
- "Αδιανόητη ανάπτυξη ενός μουσικού θέματος"
- "Ανεπιθύμητη γραφή"
- συνώνυμο:
- αποστειρωμένοσ ,
- αφάνταστοσ ,
- ανεμπόδιστοσ ,
- απερίσκεπτοσ
Examples of using
I'm sterile.
Είμαι στείρα.
I'm sterile.
Είμαι στείρα.