Translation meaning & definition of the word "stereotype" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στερεότυπο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stereotype
[Στερεότυπο]/stɛriətaɪp/
noun
1. A conventional or formulaic conception or image
- "Regional stereotypes have been part of america since its founding"
- synonym:
- stereotype
1. Μια συμβατική ή τυπική σύλληψη ή εικόνα
- "Τα περιφερειακά στερεότυπα αποτελούν μέρος της αμερικής από την ίδρυσή της"
- συνώνυμο:
- στερεότυπο
verb
1. Treat or classify according to a mental stereotype
- "I was stereotyped as a lazy southern european"
- synonym:
- pigeonhole ,
- stereotype ,
- stamp
1. Θεραπεία ή ταξινόμηση σύμφωνα με ένα ψυχικό στερεότυπο
- "Ήμουν στερεότυπος ως τεμπέλης νοτιοευρωπαίος"
- συνώνυμο:
- περιστεριώνα ,
- στερεότυπο ,
- σφραγίδα
Examples of using
It's a stereotype.
Είναι ένα στερεότυπο.