Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "step" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βήμα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Step

[Βήμα]
/stɛp/

noun

1. Any maneuver made as part of progress toward a goal

  • "The situation called for strong measures"
  • "The police took steps to reduce crime"
    synonym:
  • measure
  • ,
  • step

1. Κάθε ελιγμός που γίνεται ως μέρος της προόδου προς ένα στόχο

  • "Η κατάσταση απαιτούσε ισχυρά μέτρα"
  • "Η αστυνομία έλαβε μέτρα για τη μείωση της εγκληματικότητας"
    συνώνυμο:
  • μέτρο
  • ,
  • βήμα

2. The distance covered by a step

  • "He stepped off ten paces from the old tree and began to dig"
    synonym:
  • footstep
  • ,
  • pace
  • ,
  • step
  • ,
  • stride

2. Η απόσταση καλύπτεται από ένα βήμα

  • "Βγήκε από το παλιό δέντρο και άρχισε να σκάβει"
    συνώνυμο:
  • βήμα
  • ,
  • ρυθμός
  • ,
  • βουτώ

3. The act of changing location by raising the foot and setting it down

  • "He walked with unsteady steps"
    synonym:
  • step

3. Η πράξη της αλλαγής της θέσης με την ανύψωση του ποδιού και τη ρύθμιση κάτω

  • "Περπάτησε με ασταθή βήματα"
    συνώνυμο:
  • βήμα

4. Support consisting of a place to rest the foot while ascending or descending a stairway

  • "He paused on the bottom step"
    synonym:
  • step
  • ,
  • stair

4. Υποστήριξη που αποτελείται από ένα μέρος για να ξεκουραστεί το πόδι ενώ ανεβαίνει ή κατεβαίνει μια σκάλα

  • "Σταμάτησε στο κάτω βήμα"
    συνώνυμο:
  • βήμα
  • ,
  • σκάλα

5. Relative position in a graded series

  • "Always a step behind"
  • "Subtle gradations in color"
  • "Keep in step with the fashions"
    synonym:
  • gradation
  • ,
  • step

5. Σχετική θέση σε μια βαθμολογημένη σειρά

  • "Πάντα ένα βήμα πίσω"
  • "Λεπτές διαβαθμίσεις στο χρώμα"
  • "Κρατήστε στο βήμα με τις μόδες"
    συνώνυμο:
  • διαβάθμιση
  • ,
  • βήμα

6. A short distance

  • "It's only a step to the drugstore"
    synonym:
  • step
  • ,
  • stone's throw

6. Μικρή απόσταση

  • "Είναι μόνο ένα βήμα προς το φαρμακείο"
    συνώνυμο:
  • βήμα
  • ,
  • πέτρα

7. The sound of a step of someone walking

  • "He heard footsteps on the porch"
    synonym:
  • footfall
  • ,
  • footstep
  • ,
  • step

7. Ο ήχος ενός βήματος κάποιου που περπατάει

  • "Άκουσε βήματα στη βεράντα"
    συνώνυμο:
  • πάτημα
  • ,
  • βήμα

8. A musical interval of two semitones

    synonym:
  • tone
  • ,
  • whole tone
  • ,
  • step
  • ,
  • whole step

8. Ένα μουσικό διάστημα δύο ημιτόνων

    συνώνυμο:
  • τόνος
  • ,
  • ολόκληρος τόνος
  • ,
  • βήμα
  • ,
  • ολόκληρο το βήμα

9. A mark of a foot or shoe on a surface

  • "The police made casts of the footprints in the soft earth outside the window"
    synonym:
  • footprint
  • ,
  • footmark
  • ,
  • step

9. Ένα σημάδι ενός ποδιού ή παπουτσιού σε μια επιφάνεια

  • "Η αστυνομία έβγαλε από τα ίχνη της στη μαλακή γη έξω από το παράθυρο"
    συνώνυμο:
  • αποτύπωμα
  • ,
  • υποπόδιο
  • ,
  • βήμα

10. A solid block joined to the beams in which the heel of a ship's mast or capstan is fixed

    synonym:
  • step

10. Ένα στερεό μπλοκ ενώνεται με τις δοκούς στις οποίες είναι σταθερή η φτέρνα του ιστού ή του καπακιού ενός πλοίου

    συνώνυμο:
  • βήμα

11. A sequence of foot movements that make up a particular dance

  • "He taught them the waltz step"
    synonym:
  • dance step
  • ,
  • step

11. Μια ακολουθία κινήσεων των ποδιών που συνθέτουν ένα συγκεκριμένο χορό

  • "Τους δίδαξε το βαλς βήμα"
    συνώνυμο:
  • βήμα χορού
  • ,
  • βήμα

verb

1. Shift or move by taking a step

  • "Step back"
    synonym:
  • step

1. Μετατοπίστε ή μετακινηθείτε κάνοντας ένα βήμα

  • "Βήμα πίσω"
    συνώνυμο:
  • βήμα

2. Put down or press the foot, place the foot

  • "For fools rush in where angels fear to tread"
  • "Step on the brake"
    synonym:
  • step
  • ,
  • tread

2. Βάλτε κάτω ή πατήστε το πόδι, τοποθετήστε το πόδι

  • "Γιατί οι ανόητοι σπεύδουν εκεί που οι άγγελοι φοβούνται να πατήσουν"
  • "Βήμα στο φρένο"
    συνώνυμο:
  • βήμα
  • ,
  • περπατώ

3. Cause (a computer) to execute a single command

    synonym:
  • step

3. Αιτία (α υπολογιστής) να εκτελέσει μια ενιαία εντολή

    συνώνυμο:
  • βήμα

4. Treat badly

  • "This boss abuses his workers"
  • "She is always stepping on others to get ahead"
    synonym:
  • mistreat
  • ,
  • maltreat
  • ,
  • abuse
  • ,
  • ill-use
  • ,
  • step
  • ,
  • ill-treat

4. Αντιμετωπίζω άσχημα

  • "Αυτό το αφεντικό κακοποιεί τους εργάτες του"
  • "Πάντα πατάει στους άλλους για να προχωρήσει"
    συνώνυμο:
  • κακομεταχειρίζομαι
  • ,
  • κακοποιώ
  • ,
  • κακοποίηση
  • ,
  • κακή χρήση
  • ,
  • βήμα

5. Furnish with steps

  • "The architect wants to step the terrace"
    synonym:
  • step

5. Έπιπλο με βήματα

  • "Ο αρχιτέκτονας θέλει να πατήσει τη βεράντα"
    συνώνυμο:
  • βήμα

6. Move with one's feet in a specific manner

  • "Step lively"
    synonym:
  • step

6. Κινηθείτε με τα πόδια σας με συγκεκριμένο τρόπο

  • "Βήμα ζωντανό"
    συνώνυμο:
  • βήμα

7. Walk a short distance to a specified place or in a specified manner

  • "Step over to the blackboard"
    synonym:
  • step

7. Περπατήστε σε μικρή απόσταση από ένα συγκεκριμένο μέρος ή με συγκεκριμένο τρόπο

  • "Πατήστε πάνω στον μαυροπίνακα"
    συνώνυμο:
  • βήμα

8. Place (a ship's mast) in its step

    synonym:
  • step

8. Τοποθετήστε το μαστ( του πλοίου )α στο βήμα του

    συνώνυμο:
  • βήμα

9. Measure (distances) by pacing

  • "Step off ten yards"
    synonym:
  • pace
  • ,
  • step

9. Μετρήστε (αντιστάσεις) με βήμα

  • "Βήμα στα δέκα μέτρα"
    συνώνυμο:
  • ρυθμός
  • ,
  • βήμα

10. Move or proceed as if by steps into a new situation

  • "She stepped into a life of luxury"
  • "He won't step into his father's footsteps"
    synonym:
  • step

10. Μετακινηθείτε ή προχωρήστε σαν με βήματα σε μια νέα κατάσταση

  • "Μπήκε σε μια ζωή πολυτέλειας"
  • "Δεν θα μπει στα βήματα του πατέρα του"
    συνώνυμο:
  • βήμα

Examples of using

Mind the step!
Παρατηρήστε το βήμα!
In conclusion, the next step is to decide what we should do for the next step.
Εν κατακλείδι, το επόμενο βήμα είναι να αποφασίσουμε τι πρέπει να κάνουμε για το επόμενο βήμα.
In this forest at every step we may face the most terrible perils that you can ever imagine. So let's go ahead.
Σε αυτό το δάσος σε κάθε βήμα μπορεί να αντιμετωπίσουμε τους πιο τρομερούς κινδύνους που μπορείτε ποτέ να φανταστείτε. Ας προχωρήσουμε λοιπόν.