Translation meaning & definition of the word "step" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βήμα" στην ελληνική γλώσσα
Step
[Βήμα]noun
1. Any maneuver made as part of progress toward a goal
- "The situation called for strong measures"
- "The police took steps to reduce crime"
- synonym:
- measure ,
- step
1. Κάθε ελιγμός που γίνεται ως μέρος της προόδου προς ένα στόχο
- "Η κατάσταση απαιτούσε ισχυρά μέτρα"
- "Η αστυνομία έλαβε μέτρα για τη μείωση της εγκληματικότητας"
- συνώνυμο:
- μέτρο ,
- βήμα
2. The distance covered by a step
- "He stepped off ten paces from the old tree and began to dig"
- synonym:
- footstep ,
- pace ,
- step ,
- stride
2. Η απόσταση καλύπτεται από ένα βήμα
- "Βγήκε από το παλιό δέντρο και άρχισε να σκάβει"
- συνώνυμο:
- βήμα ,
- ρυθμός ,
- βουτώ
3. The act of changing location by raising the foot and setting it down
- "He walked with unsteady steps"
- synonym:
- step
3. Η πράξη της αλλαγής της θέσης με την ανύψωση του ποδιού και τη ρύθμιση κάτω
- "Περπάτησε με ασταθή βήματα"
- συνώνυμο:
- βήμα
4. Support consisting of a place to rest the foot while ascending or descending a stairway
- "He paused on the bottom step"
- synonym:
- step ,
- stair
4. Υποστήριξη που αποτελείται από ένα μέρος για να ξεκουραστεί το πόδι ενώ ανεβαίνει ή κατεβαίνει μια σκάλα
- "Σταμάτησε στο κάτω βήμα"
- συνώνυμο:
- βήμα ,
- σκάλα
5. Relative position in a graded series
- "Always a step behind"
- "Subtle gradations in color"
- "Keep in step with the fashions"
- synonym:
- gradation ,
- step
5. Σχετική θέση σε μια βαθμολογημένη σειρά
- "Πάντα ένα βήμα πίσω"
- "Λεπτές διαβαθμίσεις στο χρώμα"
- "Κρατήστε στο βήμα με τις μόδες"
- συνώνυμο:
- διαβάθμιση ,
- βήμα
6. A short distance
- "It's only a step to the drugstore"
- synonym:
- step ,
- stone's throw
6. Μικρή απόσταση
- "Είναι μόνο ένα βήμα προς το φαρμακείο"
- συνώνυμο:
- βήμα ,
- πέτρα
7. The sound of a step of someone walking
- "He heard footsteps on the porch"
- synonym:
- footfall ,
- footstep ,
- step
7. Ο ήχος ενός βήματος κάποιου που περπατάει
- "Άκουσε βήματα στη βεράντα"
- συνώνυμο:
- πάτημα ,
- βήμα
8. A musical interval of two semitones
- synonym:
- tone ,
- whole tone ,
- step ,
- whole step
8. Ένα μουσικό διάστημα δύο ημιτόνων
- συνώνυμο:
- τόνος ,
- ολόκληρος τόνος ,
- βήμα ,
- ολόκληρο το βήμα
9. A mark of a foot or shoe on a surface
- "The police made casts of the footprints in the soft earth outside the window"
- synonym:
- footprint ,
- footmark ,
- step
9. Ένα σημάδι ενός ποδιού ή παπουτσιού σε μια επιφάνεια
- "Η αστυνομία έβγαλε από τα ίχνη της στη μαλακή γη έξω από το παράθυρο"
- συνώνυμο:
- αποτύπωμα ,
- υποπόδιο ,
- βήμα
10. A solid block joined to the beams in which the heel of a ship's mast or capstan is fixed
- synonym:
- step
10. Ένα στερεό μπλοκ ενώνεται με τις δοκούς στις οποίες είναι σταθερή η φτέρνα του ιστού ή του καπακιού ενός πλοίου
- συνώνυμο:
- βήμα
11. A sequence of foot movements that make up a particular dance
- "He taught them the waltz step"
- synonym:
- dance step ,
- step
11. Μια ακολουθία κινήσεων των ποδιών που συνθέτουν ένα συγκεκριμένο χορό
- "Τους δίδαξε το βαλς βήμα"
- συνώνυμο:
- βήμα χορού ,
- βήμα
verb
1. Shift or move by taking a step
- "Step back"
- synonym:
- step
1. Μετατοπίστε ή μετακινηθείτε κάνοντας ένα βήμα
- "Βήμα πίσω"
- συνώνυμο:
- βήμα
2. Put down or press the foot, place the foot
- "For fools rush in where angels fear to tread"
- "Step on the brake"
- synonym:
- step ,
- tread
2. Βάλτε κάτω ή πατήστε το πόδι, τοποθετήστε το πόδι
- "Γιατί οι ανόητοι σπεύδουν εκεί που οι άγγελοι φοβούνται να πατήσουν"
- "Βήμα στο φρένο"
- συνώνυμο:
- βήμα ,
- περπατώ
3. Cause (a computer) to execute a single command
- synonym:
- step
3. Αιτία (α υπολογιστής) να εκτελέσει μια ενιαία εντολή
- συνώνυμο:
- βήμα
4. Treat badly
- "This boss abuses his workers"
- "She is always stepping on others to get ahead"
- synonym:
- mistreat ,
- maltreat ,
- abuse ,
- ill-use ,
- step ,
- ill-treat
4. Αντιμετωπίζω άσχημα
- "Αυτό το αφεντικό κακοποιεί τους εργάτες του"
- "Πάντα πατάει στους άλλους για να προχωρήσει"
- συνώνυμο:
- κακομεταχειρίζομαι ,
- κακοποιώ ,
- κακοποίηση ,
- κακή χρήση ,
- βήμα
5. Furnish with steps
- "The architect wants to step the terrace"
- synonym:
- step
5. Έπιπλο με βήματα
- "Ο αρχιτέκτονας θέλει να πατήσει τη βεράντα"
- συνώνυμο:
- βήμα
6. Move with one's feet in a specific manner
- "Step lively"
- synonym:
- step
6. Κινηθείτε με τα πόδια σας με συγκεκριμένο τρόπο
- "Βήμα ζωντανό"
- συνώνυμο:
- βήμα
7. Walk a short distance to a specified place or in a specified manner
- "Step over to the blackboard"
- synonym:
- step
7. Περπατήστε σε μικρή απόσταση από ένα συγκεκριμένο μέρος ή με συγκεκριμένο τρόπο
- "Πατήστε πάνω στον μαυροπίνακα"
- συνώνυμο:
- βήμα
8. Place (a ship's mast) in its step
- synonym:
- step
8. Τοποθετήστε το μαστ( του πλοίου )α στο βήμα του
- συνώνυμο:
- βήμα
9. Measure (distances) by pacing
- "Step off ten yards"
- synonym:
- pace ,
- step
9. Μετρήστε (αντιστάσεις) με βήμα
- "Βήμα στα δέκα μέτρα"
- συνώνυμο:
- ρυθμός ,
- βήμα
10. Move or proceed as if by steps into a new situation
- "She stepped into a life of luxury"
- "He won't step into his father's footsteps"
- synonym:
- step
10. Μετακινηθείτε ή προχωρήστε σαν με βήματα σε μια νέα κατάσταση
- "Μπήκε σε μια ζωή πολυτέλειας"
- "Δεν θα μπει στα βήματα του πατέρα του"
- συνώνυμο:
- βήμα