Translation meaning & definition of the word "stemmer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στέλεχος" στην ελληνική γλώσσα
Stemmer
[Στήμονασ]noun
1. A worker who strips the stems from moistened tobacco leaves and binds the leaves together into books
- synonym:
- stripper ,
- stemmer ,
- sprigger
1. Ένας εργαζόμενος που απομακρύνει τα βλαστάρια από τα υγρά φύλλα καπνού και δένει τα φύλλα μαζί στα βιβλία
- συνώνυμο:
- στριπτιζέζ ,
- βλαστάρι ,
- ψωραλέοσ
2. A worker who makes or applies stems for artificial flowers
- synonym:
- stemmer
2. Ένας εργαζόμενος που κάνει ή εφαρμόζει στελέχη για τεχνητά λουλούδια
- συνώνυμο:
- βλαστάρι
3. An algorithm for removing inflectional and derivational endings in order to reduce word forms to a common stem
- synonym:
- stemmer ,
- stemming algorithm
3. Ένας αλγόριθμος για την αφαίρεση των κληρονομικών και παραγωγικών καταλήξεων προκειμένου να μειωθούν οι μορφές λέξεων σε ένα κοινό στέλεχος
- συνώνυμο:
- βλαστάρι ,
- αλγόριθμος πρόβλεψης
4. A miner's tamping bar for ramming packing in over a blasting charge
- synonym:
- stemmer
4. Ένας ανθρακωρύχος φραγμός ενός ανθρακωρύχου για τη συσκευασία σε πάνω από μια δαπάνη ανατίναξης
- συνώνυμο:
- βλαστάρι
5. A device for removing stems from fruit (as from grapes or apples)
- synonym:
- stemmer
5. Μια συσκευή για την αφαίρεση των στελεχών από φρούτα (α από σταφύλια ή μήλα)
- συνώνυμο:
- βλαστάρι