Translation meaning & definition of the word "stein" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σταϊν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stein
[Στάιν]/staɪn/
noun
1. A mug intended for serving beer
- synonym:
- beer mug ,
- stein
1. Κούπα που προορίζεται για το σερβίρισμα της μπύρας
- συνώνυμο:
- κούπα μπύρας ,
- στάιν
2. Experimental expatriate united states writer (1874-1946)
- synonym:
- Stein ,
- Gertrude Stein
2. Πειραματικός ομογενής ηνωμένες πολιτείες συγγραφέας (1874-1946)
- συνώνυμο:
- Στάιν ,
- Γερτρούδη Στάιν