Translation meaning & definition of the word "steeply" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απότομα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Steeply
[Σταθερά]/stipli/
adverb
1. In a steep manner
- "The street rose steeply up to the castle"
- synonym:
- steeply
1. Με απότομο τρόπο
- "Ο δρόμος ανέβηκε απότομα στο κάστρο"
- συνώνυμο:
- απότομα