Translation meaning & definition of the word "steeple" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βήμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Steeple
[Σταματώ]/stipəl/
noun
1. A tall tower that forms the superstructure of a building (usually a church or temple) and that tapers to a point at the top
- synonym:
- steeple ,
- spire
1. Ένας ψηλός πύργος που σχηματίζει την υπερκατασκευή ενός κτιρίου (συνήθως μια εκκλησία ή ένα ναό) και που γέρνει σε ένα σημείο στην κορυφή
- συνώνυμο:
- καμπαναριό ,
- πανούργοσ