Translation meaning & definition of the word "steeper" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απότομη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Steeper
[Σταυροφόροσ]/stipər/
noun
1. A vessel (usually a pot or vat) used for steeping
- synonym:
- steeper
1. Ένα σκάφος (συνήθως μια κατσαρόλα ή βατ) που χρησιμοποιείται για την απόθεση
- συνώνυμο:
- απότομος