Translation meaning & definition of the word "steamship" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ατμόπλοιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Steamship
[Ατμόπλοιο]/stimʃɪp/
noun
1. A ship powered by one or more steam engines
- synonym:
- steamer ,
- steamship
1. Ένα πλοίο που τροφοδοτείται από μία ή περισσότερες ατμομηχανές
- συνώνυμο:
- ατμόπλοιο