Translation meaning & definition of the word "stealing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλοπή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stealing
[Κλοπή]/stilɪŋ/
noun
1. The act of taking something from someone unlawfully
- "The thieving is awful at kennedy international"
- synonym:
- larceny ,
- theft ,
- thievery ,
- thieving ,
- stealing
1. Η πράξη της παράνομης λήψης κάποιου από κάποιον
- "Το ταλέντο είναι απαίσιο στη διεθνή κένεντι"
- συνώνυμο:
- λαρκενία ,
- κλοπή ,
- αντιπαράθεση ,
- αναταραχή
2. Avoiding detection by moving carefully
- synonym:
- stealth ,
- stealing
2. Αποφεύγοντας την ανίχνευση μετακινώντας προσεκτικά
- συνώνυμο:
- απόκρυψη ,
- κλοπή
Examples of using
Tom was caught stealing money from the cash register.
Ο Τομ πιάστηκε να κλέβει χρήματα από το ταμείο.
Tom accused Mary of stealing.
Ο Τομ κατηγόρησε τη Μαίρη ότι έκλεψε.
Tom was full of remorse after stealing Mary's car and writing it off.
Ο Τομ ήταν γεμάτος τύψεις αφού έκλεψε το αυτοκίνητο της Μαίρης και το έγραψε.