Translation meaning & definition of the word "steak" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπριζόλα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Steak
[Μπριζόλα]/stek/
noun
1. A slice of meat cut from the fleshy part of an animal or large fish
- synonym:
- steak
1. Μια φέτα κρέας κομμένο από το σαρκώδες μέρος ενός ζώου ή μεγάλου ψαριού
- συνώνυμο:
- μπριζόλα
Examples of using
Do you like your steak rare?
Σας αρέσει η μπριζόλα σας σπάνια?
I like my steak medium rare.
Μου αρέσει το μπριζόλα μου σπάνιο.
I want to eat steak.
Θέλω να φάω μπριζόλα.