Translation meaning & definition of the word "steadfast" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γρήγορο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Steadfast
[Σταθερόσ]/stɛdfæst/
adjective
1. Marked by firm determination or resolution
- Not shakable
- "Firm convictions"
- "A firm mouth"
- "Steadfast resolve"
- "A man of unbendable perseverence"
- "Unwavering loyalty"
- synonym:
- firm ,
- steadfast ,
- steady ,
- stiff ,
- unbendable ,
- unfaltering ,
- unshakable ,
- unwavering
1. Χαρακτηρίζεται από σταθερό προσδιορισμό ή απόλυση
- Δεν ασταμάτητος
- "Βάσιμες καταδίκες"
- "Σταθερό στόμα"
- "Σταθερή απόφαση"
- "Ένας άνθρωπος με απεριόριστη επιμονή"
- "Ακατάπαυστη πίστη"
- συνώνυμο:
- σταθερός ,
- σκληρός ,
- απαράδεκτοσ ,
- απαλλάσσω ,
- ακλόνητοσ
2. Firm and dependable especially in loyalty
- "A steadfast ally"
- "A staunch defender of free speech"
- "Unswerving devotion"
- "Unswerving allegiance"
- synonym:
- steadfast ,
- staunch ,
- unswerving
2. Σταθερή και αξιόπιστη ειδικά στην πίστη
- "Σταθερός σύμμαχος"
- "Ένας ένθερμος υπερασπιστής της ελευθερίας του λόγου"
- "Απερίσκεπτη αφοσίωση"
- "Απερίσκεπτη υποταγή"
- συνώνυμο:
- σταθερός ,
- πεισματάρησ ,
- αποσυντήρηση