Translation meaning & definition of the word "stave" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "στάβος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stave
[Πεντάγραμμο]/stev/
noun
1. (music) the system of five horizontal lines on which the musical notes are written
- synonym:
- staff ,
- stave
1. (μουσική) το σύστημα των πέντε οριζόντιων γραμμών στις οποίες είναι γραμμένες οι μουσικές νότες
- συνώνυμο:
- προσωπικό ,
- πεντάγραμμο
2. One of several thin slats of wood forming the sides of a barrel or bucket
- synonym:
- stave ,
- lag
2. Ένα από τα πολλά λεπτά πηχάκια ξύλου που σχηματίζουν τις πλευρές ενός βαρελιού ή κάδου
- συνώνυμο:
- πεντάγραμμο ,
- lag
3. A crosspiece between the legs of a chair
- synonym:
- rung ,
- round ,
- stave
3. Ένα εγκάρσιο κομμάτι ανάμεσα στα πόδια μιας καρέκλας
- συνώνυμο:
- τρέχω ,
- στρογγυλόσ ,
- πεντάγραμμο
verb
1. Furnish with staves
- "Stave a ladder"
- synonym:
- stave
1. Επίπλωση με ράβδους
- "Σταθείτε μια σκάλα"
- συνώνυμο:
- πεντάγραμμο
2. Burst or force (a hole) into something
- synonym:
- stave ,
- stave in
2. Σκάστε ή αναγκάστε (μια τρύπα) σε κάτι
- συνώνυμο:
- πεντάγραμμο