Translation meaning & definition of the word "statutory" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νόμιμη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Statutory
[Καταστατικόσ]/stæʧətɔri/
adjective
1. Relating to or created by statutes
- "Statutory matters"
- "Statutory law"
- synonym:
- statutory
1. Σχετικά με ή δημιουργούνται από το καταστατικό
- "Νομικά θέματα"
- "Νόμος"
- συνώνυμο:
- νόμιμος
2. Prescribed or authorized by or punishable under a statute
- "Statutory restrictions"
- "A statutory age limit"
- "Statutory crimes"
- "Statutory rape"
- synonym:
- statutory
2. Προβλέπεται ή επιτρέπεται από ή τιμωρείται σύμφωνα με το καταστατικό
- "Νομικοί περιορισμοί"
- "Νόμιμο όριο ηλικίας"
- "Αντικαταστατικά εγκλήματα"
- "Νόμιμος βιασμός"
- συνώνυμο:
- νόμιμος