Translation meaning & definition of the word "statute" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τελετουργικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Statute
[Καταστατικό]/stæʧut/
noun
1. An act passed by a legislative body
- synonym:
- legislative act ,
- statute
1. Πράξη που ψηφίστηκε από νομοθετικό σώμα
- συνώνυμο:
- νομοθετική πράξη ,
- καταστατικό
adjective
1. Enacted by a legislative body
- "Statute law"
- "Codified written laws"
- synonym:
- codified ,
- statute(p)
1. Εγκαθιδρύθηκε από νομοθετικό σώμα
- "Καθεστωτικός νόμος"
- "Κωδικοποιημένοι γραπτοί νόμοι"
- συνώνυμο:
- κωδικοποιημένη ,
- νηστεία()<TAG1>