Translation meaning & definition of the word "statistician" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στατιστικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Statistician
[Στατιστικολόγος]/stætəstɪʃən/
noun
1. A mathematician who specializes in statistics
- synonym:
- statistician ,
- mathematical statistician
1. Ένας μαθηματικός που ειδικεύεται στη στατιστική
- συνώνυμο:
- στατιστικολόγος ,
- μαθηματικός στατιστικολόγος
2. Someone versed in the collection and interpretation of numerical data (especially someone who uses statistics to calculate insurance premiums)
- synonym:
- statistician ,
- actuary
2. Κάποιος έμπειρος στη συλλογή και ερμηνεία αριθμητικών δεδομένων (ειδικά κάποιος που χρησιμοποιεί στατιστικά στοιχεία για τον υπολογισμό των ασφαλίστρων)
- συνώνυμο:
- στατιστικολόγος ,
- ακτιβολία