Translation meaning & definition of the word "static" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στατική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Static
[Στατικόσ]/stætɪk/
noun
1. A crackling or hissing noise caused by electrical interference
- synonym:
- static ,
- atmospherics ,
- atmospheric static
1. Ένας θόρυβος που προκαλείται από ηλεκτρικές παρεμβολές
- συνώνυμο:
- στατικός ,
- ατμοσφαιρική ,
- ατμοσφαιρικός στατικός
2. Angry criticism
- "They will probably give you a lot of static about your editorial"
- synonym:
- static
2. Θυμωμένη κριτική
- "Πιθανότατα θα σας δώσουν πολλά στατικά για τη συντακτική σας"
- συνώνυμο:
- στατικός
adjective
1. Not in physical motion
- "The inertia of an object at rest"
- synonym:
- inactive ,
- motionless ,
- static ,
- still
1. Όχι σε σωματική κίνηση
- "Η αδράνεια ενός αντικειμένου σε ηρεμία"
- συνώνυμο:
- αδρανής ,
- ακίνητος ,
- στατικός ,
- ακόμα
2. Concerned with or producing or caused by static electricity
- "An electrostatic generator produces high-voltage static electricity"
- synonym:
- electrostatic ,
- static
2. Ασχολείται ή παράγει ή προκαλείται από στατικό ηλεκτρισμό
- "Μια ηλεκτροστατική γεννήτρια παράγει στατικό ηλεκτρισμό υψηλής τάσης"
- συνώνυμο:
- ηλεκτροστατική ,
- στατικός
3. Showing little if any change
- "A static population"
- synonym:
- static ,
- stable ,
- unchanging
3. Δείχνοντας λίγα αν υπάρχει κάποια αλλαγή
- "Στατικός πληθυσμός"
- συνώνυμο:
- στατικός ,
- σταθερός ,
- αμετάβλητοσ