Translation meaning & definition of the word "stater" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στάτρου" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stater
[Στατήρας]/stetər/
noun
1. Any of the various silver or gold coins of ancient greece
- synonym:
- stater
1. Οποιοδήποτε από τα διάφορα ασημένια ή χρυσά νομίσματα της αρχαίας ελλάδας
- συνώνυμο:
- στάτερ
2. A resident of a particular state or group of states
- "Keystone stater"
- "Farm staters"
- synonym:
- stater
2. Κάτοικος συγκεκριμένου κράτους ή ομάδας κρατών
- "Στάτης του ματιού"
- "Αγρότες"
- συνώνυμο:
- στάτερ