Translation meaning & definition of the word "stately" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αμέσως" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stately
[Μεγαλοπρεπήσ]/stetli/
adjective
1. Impressive in appearance
- "A baronial mansion"
- "An imposing residence"
- "A noble tree"
- "Severe-looking policemen sat astride noble horses"
- "Stately columns"
- synonym:
- baronial ,
- imposing ,
- noble ,
- stately
1. Εντυπωσιακή εμφάνιση
- "Ένα βαρωνικό αρχοντικό"
- "Επιβλητική κατοικία"
- "Ένα ευγενές δέντρο"
- "Οι σοβαροί αστυνομικοί κάθονταν στα αστρικά ευγενή άλογα"
- "Αμέσως στήλες"
- συνώνυμο:
- βαρωνιακή ,
- επιβλητικός ,
- ευγενήσ ,
- απότομα
2. Of size and dignity suggestive of a statue
- synonym:
- stately ,
- statuesque
2. Μέγεθος και αξιοπρέπεια που υποδηλώνει ένα άγαλμα
- συνώνυμο:
- απότομα ,
- αγαλματώδησ
3. Refined or imposing in manner or appearance
- Befitting a royal court
- "A courtly gentleman"
- synonym:
- courtly ,
- formal ,
- stately
3. Εξευγενισμένος ή επιβλητικός στον τρόπο ή την εμφάνιση
- Προσφεύγει σε βασιλικό δικαστήριο
- "Ευγενικός κύριος"
- συνώνυμο:
- ευγενικά ,
- επίσημος ,
- απότομα
Examples of using
He was a stately man.
Ήταν ένας αρχοντικός άνθρωπος.
A government official's stately mansion was looted.
Το αρχοντικό ενός κυβερνητικού αξιωματούχου λεηλατήθηκε.
He lives in that stately mansion.
Ζει σε αυτό το αρχοντικό.