Translation meaning & definition of the word "startling" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "έναρξη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Startling
[Ξεκινώντασ]/stɑrtlɪŋ/
adjective
1. So remarkably different or sudden as to cause momentary shock or alarm
- "Sydney's startling new opera house"
- "Startling news"
- "Startling earthquake shocks"
- synonym:
- startling
1. Τόσο εντυπωσιακά διαφορετικό ή ξαφνικό ώστε να προκαλέσει στιγμιαίο σοκ ή συναγερμό
- "Η νέα όπερα του σίδνεϊ"
- "Αρχική είδηση"
- "Έναρξη σεισμών"
- συνώνυμο:
- τρομακτικός