Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "starter" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αρχή" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Starter

[Σταθερόσ]
/stɑrtər/

noun

1. An electric motor for starting an engine

    synonym:
  • starter
  • ,
  • starter motor
  • ,
  • starting motor

1. Ηλεκτρικό μοτέρ για την εκκίνηση ενός κινητήρα

    συνώνυμο:
  • εκκινητήσ
  • ,
  • κινητήρας εκκίνησης
  • ,
  • αρχική μηχανή

2. A contestant in a team sport who is in the game at the beginning

    synonym:
  • starter

2. Ένας διαγωνιζόμενος σε ένα ομαδικό άθλημα που είναι στο παιχνίδι στην αρχή

    συνώνυμο:
  • εκκινητήσ

3. The official who signals the beginning of a race or competition

    synonym:
  • starter
  • ,
  • dispatcher

3. Ο υπάλληλος που σηματοδοτεί την έναρξη ενός αγώνα ή διαγωνισμού

    συνώνυμο:
  • εκκινητήσ
  • ,
  • αποστολέασ

4. Any new participant in some activity

    synonym:
  • newcomer
  • ,
  • fledgling
  • ,
  • fledgeling
  • ,
  • starter
  • ,
  • neophyte
  • ,
  • freshman
  • ,
  • newbie
  • ,
  • entrant

4. Κάθε νέος συμμετέχων σε κάποια δραστηριότητα

    συνώνυμο:
  • νεοεισερχόμενοσ
  • ,
  • νεοσύστατοσ
  • ,
  • νεοσύστατη
  • ,
  • εκκινητήσ
  • ,
  • νεόφυτο
  • ,
  • φρεσκάλ
  • ,
  • νεβί
  • ,
  • παρεμβαίνων

5. Food or drink to stimulate the appetite (usually served before a meal or as the first course)

    synonym:
  • appetizer
  • ,
  • appetiser
  • ,
  • starter

5. Φαγητό ή ποτό για την τόνωση της όρεξης (συνήθως σερβίρεται πριν από ένα γεύμα ή ως η πρώτη πορεία)

    συνώνυμο:
  • ορεκτικό
  • ,
  • εκκινητήσ

6. A hand tool consisting of a rotating shaft with parallel handle

    synonym:
  • crank
  • ,
  • starter

6. Ένα εργαλείο χειρός που αποτελείται από έναν περιστρεφόμενο άξονα με την παράλληλη λαβή

    συνώνυμο:
  • στρόφαλοσ
  • ,
  • εκκινητήσ

7. A culture containing yeast or bacteria that is used to start the process of fermentation or souring in making butter or cheese or dough

  • "To make sourdough you need a starter"
    synonym:
  • starter

7. Μια καλλιέργεια που περιέχει ζύμη ή βακτήρια που χρησιμοποιείται για την έναρξη της διαδικασίας ζύμωσης ή ξινή στην παρασκευή βουτύρου ή τυριού

  • "Για να κάνετε προζυμί χρειάζεστε έναν εκκινητή"
    συνώνυμο:
  • εκκινητήσ

Examples of using

Tomatoes may be served hot or cold, as a starter or as a side dish.
Οι ντομάτες μπορούν να σερβιριστούν ζεστές ή κρύες, ως εκκινητής ή ως πιάτο.