Translation meaning & definition of the word "starship" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αστερία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Starship
[Αστροπούλου]/stɑrʃɪp/
noun
1. A spacecraft designed to carry a crew into interstellar space (especially in science fiction)
- synonym:
- starship ,
- spaceship
1. Ένα διαστημικό σκάφος σχεδιασμένο να μεταφέρει ένα πλήρωμα σε διαστρικό χώρο (ειδικά στην επιστημονική φαντασία)
- συνώνυμο:
- αστρικό ,
- διαστημόπλοιο