Translation meaning & definition of the word "starred" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρωταγωνιστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Starred
[Αστεροειδήσ]/stɑrd/
adjective
1. Marked with an asterisk
- "The starred items"
- synonym:
- asterisked ,
- starred
1. Σημειωμένο με αστερίσκο
- "Τα αστρικά αντικείμενα"
- συνώνυμο:
- αστερίσκο ,
- πρωταγωνιστήσ