Translation meaning & definition of the word "starboard" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αστροναύτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Starboard
[Αστροπούλου]/stɑrbərd/
noun
1. The right side of a ship or aircraft to someone who is aboard and facing the bow or nose
- synonym:
- starboard
1. Η δεξιά πλευρά ενός πλοίου ή αεροσκάφους σε κάποιον που είναι επί του σκάφους και αντιμετωπίζει το τόξο ή τη μύτη
- συνώνυμο:
- αστροπύλων
verb
1. Turn to the right, of helms or rudders
- synonym:
- starboard
1. Στρίψτε προς τα δεξιά, των πηδαλίων ή των τρανταχτών
- συνώνυμο:
- αστροπύλων
adjective
1. Located on the right side of a ship or aircraft
- synonym:
- starboard
1. Βρίσκεται στη δεξιά πλευρά ενός πλοίου ή αεροσκάφους
- συνώνυμο:
- αστροπύλων