Translation meaning & definition of the word "star" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αστέρι" στην ελληνική γλώσσα
Star
[Αστέρι]noun
1. (astronomy) a celestial body of hot gases that radiates energy derived from thermonuclear reactions in the interior
- synonym:
- star
1. (αστρονομία) ένα ουράνιο σώμα θερμών αερίων που ακτινοβολεί ενέργεια που προέρχεται από θερμοπυρηνικές αντιδράσεις στο εσωτερικό
- συνώνυμο:
- αστέρι
2. Someone who is dazzlingly skilled in any field
- synonym:
- ace ,
- adept ,
- champion ,
- sensation ,
- maven ,
- mavin ,
- virtuoso ,
- genius ,
- hotshot ,
- star ,
- superstar ,
- whiz ,
- whizz ,
- wizard ,
- wiz
2. Κάποιος που είναι εκθαμβωτικά εξειδικευμένος σε οποιοδήποτε τομέα
- συνώνυμο:
- άσος ,
- προσεκτικόσ ,
- πρωταθλητής ,
- αίσθηση ,
- μάβεν ,
- μάβιν ,
- βιρτουόζος ,
- ιδιοφυΐα ,
- εστίεσ ,
- αστέρι ,
- σούπερ σταρ ,
- παίζω ,
- παραπονιέμαι ,
- οδηγός ,
- βίζα
3. Any celestial body visible (as a point of light) from the earth at night
- synonym:
- star
3. Κάθε ουράνιο σώμα ορατό (ας ένα σημείο φωτός) από τη γη τη νύχτα
- συνώνυμο:
- αστέρι
4. An actor who plays a principal role
- synonym:
- star ,
- principal ,
- lead
4. Ένας ηθοποιός που παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο
- συνώνυμο:
- αστέρι ,
- κύριος ,
- οδηγώ
5. A plane figure with 5 or more points
- Often used as an emblem
- synonym:
- star
5. Αριθμός αεροπλάνου με 5 ή περισσότερους πόντους
- Συχνά χρησιμοποιείται ως έμβλημα
- συνώνυμο:
- αστέρι
6. A performer who receives prominent billing
- synonym:
- headliner ,
- star
6. Ένας εκτελεστής που λαμβάνει εξέχουσα χρέωση
- συνώνυμο:
- κεφαλάρι ,
- αστέρι
7. A star-shaped character * used in printing
- synonym:
- asterisk ,
- star
7. Χαρακτήρας σε σχήμα αστεριού * που χρησιμοποιείται στην εκτύπωση
- συνώνυμο:
- αστερίσκος ,
- αστέρι
8. The topology of a network whose components are connected to a hub
- synonym:
- star topology ,
- star
8. Η τοπολογία ενός δικτύου του οποίου τα στοιχεία είναι συνδεδεμένα με έναν κόμβο
- συνώνυμο:
- τοπολογία αστεριών ,
- αστέρι
verb
1. Feature as the star
- "The movie stars dustin hoffman as an autistic man"
- synonym:
- star
1. Χαρακτηριστικό ως αστέρι
- "Η ταινία πρωταγωνιστεί τον ντάστιν χόφμαν ως αυτιστικός άνθρωπος"
- συνώνυμο:
- αστέρι
2. Be the star in a performance
- synonym:
- star
2. Γίνε το αστέρι σε μια παράσταση
- συνώνυμο:
- αστέρι
3. Mark with an asterisk
- "Linguists star unacceptable sentences"
- synonym:
- star ,
- asterisk
3. Σημάδι με αστερίσκο
- "Οι γλωσσολόγοι προτείνουν απαράδεκτες ποινές"
- συνώνυμο:
- αστέρι ,
- αστερίσκος
adjective
1. Indicating the most important performer or role
- "The leading man"
- "Prima ballerina"
- "Prima donna"
- "A star figure skater"
- "The starring role"
- "A stellar role"
- "A stellar performance"
- synonym:
- leading(p) ,
- prima(p) ,
- star(p) ,
- starring(p) ,
- stellar(a)
1. Υποδεικνύοντας τον πιο σημαντικό εκτελεστή ή ρόλο
- "Ο κορυφαίος άνθρωπος"
- "Πρίμα μπαλαρίνα"
- "Πρίμα ντόνα"
- "Ένας σκέιτερ αστεριών"
- "Ο πρωταγωνιστικός ρόλος"
- "Αστρικός ρόλος"
- "Μια αστρική απόδοση"
- συνώνυμο:
- ηγετικό()<TAG1> ,
- πριΜΑ() ,
- αστεροσκο( ,
- πρωταγωνιστούν()<TAG1><TAG1> ,
- αστερική(α)