Translation meaning & definition of the word "standard" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρότυπο" στην ελληνική γλώσσα
Standard
[Πρότυπο]noun
1. A basis for comparison
- A reference point against which other things can be evaluated
- "The schools comply with federal standards"
- "They set the measure for all subsequent work"
- synonym:
- standard ,
- criterion ,
- measure ,
- touchstone
1. Βάση για σύγκριση
- Ένα σημείο αναφοράς στο οποίο μπορούν να αξιολογηθούν άλλα πράγματα
- "Τα σχολεία συμμορφώνονται με τα ομοσπονδιακά πρότυπα"
- "Θέστε το μέτρο για όλες τις επόμενες εργασίες"
- συνώνυμο:
- τυποποιημένος ,
- κριτήριο ,
- μέτρο ,
- πλακόστρωτο
2. The ideal in terms of which something can be judged
- "They live by the standards of their community"
- synonym:
- criterion ,
- standard
2. Το ιδανικό από την άποψη του οποίου μπορεί να κριθεί κάτι
- "Ζούν σύμφωνα με τα πρότυπα της κοινότητάς τους"
- συνώνυμο:
- κριτήριο ,
- τυποποιημένος
3. A board measure = 1980 board feet
- synonym:
- standard
3. Ένα μέτρο πινάκων = 1980 πόδια πινάκων
- συνώνυμο:
- τυποποιημένος
4. The value behind the money in a monetary system
- synonym:
- standard ,
- monetary standard
4. Η αξία πίσω από τα χρήματα σε ένα νομισματικό σύστημα
- συνώνυμο:
- τυποποιημένος ,
- νομισματικό πρότυπο
5. An upright pole or beam (especially one used as a support)
- "Distance was marked by standards every mile"
- "Lamps supported on standards provided illumination"
- synonym:
- standard
5. Ένας όρθιος πόλος ή δέσμη (ειδικά ένας που χρησιμοποιείται ως υποστήριξη)
- "Η απόσταση χαρακτηρίστηκε από τα πρότυπα κάθε μίλι"
- "Φωτιστικά που υποστηρίζονται στα πρότυπα που παρέχονται φωτισμός"
- συνώνυμο:
- τυποποιημένος
6. Any distinctive flag
- synonym:
- standard ,
- banner
6. Οποιαδήποτε διακριτική σημαία
- συνώνυμο:
- τυποποιημένος ,
- μπάνερ
adjective
1. Conforming to or constituting a standard of measurement or value
- Or of the usual or regularized or accepted kind
- "Windows of standard width"
- "Standard sizes"
- "The standard fixtures"
- "Standard brands"
- "Standard operating procedure"
- synonym:
- standard
1. Τη συμμόρφωση ή τη σύνθεση ενός προτύπου μέτρησης ή αξίας
- Ή του συνηθισμένου ή τακτοποιημένου ή αποδεκτού είδους
- "Παράθυρα τυπικού πλάτους"
- "Τυπικά μεγέθη"
- "Τα τυποποιημένα φωτιστικά"
- "Τυπικές μάρκες"
- "Τυπική διαδικασία λειτουργίας"
- συνώνυμο:
- τυποποιημένος
2. Commonly used or supplied
- "Standard procedure"
- "Standard car equipment"
- synonym:
- standard
2. Συνήθως χρησιμοποιημένος ή παρεχόμενος
- "Τυπική διαδικασία"
- "Τυπικός εξοπλισμός αυτοκινήτων"
- συνώνυμο:
- τυποποιημένος
3. Established or well-known or widely recognized as a model of authority or excellence
- "A standard reference work"
- "The classical argument between free trade and protectionism"
- synonym:
- standard
3. Καθιερωμένο ή γνωστό ή ευρέως αναγνωρισμένο ως πρότυπο εξουσίας ή αριστείας
- "Τυπική εργασία αναφοράς"
- "Το κλασικό επιχείρημα μεταξύ ελεύθερου εμπορίου και προστατευτισμού"
- συνώνυμο:
- τυποποιημένος
4. Conforming to the established language usage of educated native speakers
- "Standard english" (american)
- "Received standard english is sometimes called the king's english" (british)
- synonym:
- standard ,
- received
4. Συμμόρφωση με την καθιερωμένη γλωσσική χρήση των εκπαιδευμένων φυσικών ομιλητών
- "Τυποποιημένα αγγλικά" (αμερικαν)
- "Τα πρότυπα αγγλικά ονομάζονται μερικές φορές τα αγγλικά του βασιλιά" (βρετανικά)
- συνώνυμο:
- τυποποιημένος ,
- λήφθηκε
5. Regularly and widely used or sold
- "A standard size"
- "A stock item"
- synonym:
- standard ,
- stock
5. Τακτικά και ευρέως χρησιμοποιούμενος ή πωλημένος
- "Τυπικό μέγεθος"
- "Ένα στοιχείο αποθεμάτων"
- συνώνυμο:
- τυποποιημένος ,
- απόθεμα