Translation meaning & definition of the word "stanch" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σταντς" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stanch
[Στάντσε]/stænʧ/
verb
1. Stop the flow of a liquid
- "Staunch the blood flow"
- "Stem the tide"
- synonym:
- stem ,
- stanch ,
- staunch ,
- halt
1. Σταματήστε τη ροή ενός υγρού
- "Ενισχύστε τη ροή του αίματος"
- "Σταματήστε την παλίρροια"
- συνώνυμο:
- στέλεχος ,
- σταντ ,
- πεισματάρησ ,
- σταμάτημα