Translation meaning & definition of the word "stampede" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σταμπέντε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stampede
[Σταμπέλα]/stæmpid/
noun
1. A headlong rush of people on a common impulse
- "When he shouted `fire' there was a stampede to the exits"
- synonym:
- stampede
1. Μια μακρά βιασύνη των ανθρώπων σε μια κοινή ώθηση
- "Όταν φώναζε `φωτιά υπήρχε ένας σφραγίδα στις εξόδους"
- συνώνυμο:
- φλαμαντίνη
2. A wild headlong rush of frightened animals (horses or cattle)
- synonym:
- stampede
2. Μια άγρια βιασύνη φοβισμένων ζώων (άλογα ή βοοειδή)
- συνώνυμο:
- φλαμαντίνη
verb
1. Cause to run in panic
- "Thunderbolts can stampede animals"
- synonym:
- stampede
1. Αιτία να τρέχει σε πανικό
- "Οι κεραυνοί μπορούν να σφραγίσουν τα ζώα"
- συνώνυμο:
- φλαμαντίνη
2. Cause a group or mass of people to act on an impulse or hurriedly and impulsively
- "The tavern owners stampeded us into overeating"
- synonym:
- stampede
2. Προκαλέστε μια ομάδα ή μια μάζα ανθρώπων να ενεργούν με μια ώθηση ή βιαστικά και παρορμητικά
- "Οι ιδιοκτήτες της ταβέρνας μας σφράγισαν στην υπερφαγία"
- συνώνυμο:
- φλαμαντίνη
3. Act, usually en masse, hurriedly or on an impulse
- "Companies will now stampede to release their latest software"
- synonym:
- stampede
3. Ενεργήστε, συνήθως μαζικά, βιαστικά ή σε μια ώθηση
- "Οι εταιρείες θα σφραγιστούν τώρα για να απελευθερώσουν το πιο πρόσφατο λογισμικό τους"
- συνώνυμο:
- φλαμαντίνη
4. Run away in a stampede
- synonym:
- stampede
4. Τρέξτε μακριά σε ένα γραμματόσημο
- συνώνυμο:
- φλαμαντίνη