Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "stamp" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σφραγίδα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Stamp

[Σφραγίδα]
/stæmp/

noun

1. The distinctive form in which a thing is made

  • "Pottery of this cast was found throughout the region"
    synonym:
  • cast
  • ,
  • mold
  • ,
  • mould
  • ,
  • stamp

1. Η διακριτική μορφή με την οποία γίνεται ένα πράγμα

  • "Κεραμική αυτού του καστ βρέθηκε σε όλη την περιοχή"
    συνώνυμο:
  • κατασκευάζω
  • ,
  • καλούπι
  • ,
  • φόρμα
  • ,
  • σφραγίδα

2. A type or class

  • "More men of his stamp are needed"
    synonym:
  • stamp

2. Ένας τύπος ή μια κλάση

  • "Χρειάζονται περισσότεροι άνδρες της σφραγίδας του"
    συνώνυμο:
  • σφραγίδα

3. A symbol that is the result of printing or engraving

  • "He put his stamp on the envelope"
    synonym:
  • stamp
  • ,
  • impression

3. Ένα σύμβολο που είναι το αποτέλεσμα της εκτύπωσης ή της χαρακτικής

  • "Έβαλε τη σφραγίδα του στο φάκελο"
    συνώνυμο:
  • σφραγίδα
  • ,
  • εντύπωση

4. A small adhesive token stuck on a letter or package to indicate that that postal fees have been paid

    synonym:
  • postage
  • ,
  • postage stamp
  • ,
  • stamp

4. Ένα μικρό συγκολλητικό διακριτικό κολλημένο σε ένα γράμμα ή ένα πακέτο για να υποδείξει ότι τα ταχυδρομικά τέλη έχουν καταβληθεί

    συνώνυμο:
  • ταχυδρομικά
  • ,
  • γραμματόσημο
  • ,
  • σφραγίδα

5. Something that can be used as an official medium of payment

    synonym:
  • tender
  • ,
  • legal tender
  • ,
  • stamp

5. Κάτι που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επίσημο μέσο πληρωμής

    συνώνυμο:
  • προσφορά
  • ,
  • νόμιμο χρήμα
  • ,
  • σφραγίδα

6. A small piece of adhesive paper that is put on an object to show that a government tax has been paid

    synonym:
  • revenue stamp
  • ,
  • stamp

6. Ένα μικρό κομμάτι συγκολλητικού χαρτιού που τοποθετείται σε ένα αντικείμενο για να δείξει ότι έχει πληρωθεί ένας κυβερνητικός φόρος

    συνώνυμο:
  • σφραγίδα εσόδων
  • ,
  • σφραγίδα

7. Machine consisting of a heavy bar that moves vertically for pounding or crushing ores

    synonym:
  • stamp
  • ,
  • pestle

7. Μηχανή που αποτελείται από ένα βαρύ φραγμό που κινείται κάθετα για τα μεταλλεύματα σφυρηλάτησης ή συντριβής

    συνώνυμο:
  • σφραγίδα
  • ,
  • γουδοχέρι

8. A block or die used to imprint a mark or design

    synonym:
  • stamp

8. Ένα μπλοκ ή κύβος που χρησιμοποιείται για την αποτύπωση ενός σήματος ή σχεδίου

    συνώνυμο:
  • σφραγίδα

9. A device incised to make an impression

  • Used to secure a closing or to authenticate documents
    synonym:
  • seal
  • ,
  • stamp

9. Μια συσκευή που εντοπίζεται για να κάνει μια εντύπωση

  • Χρησιμοποιείται για την εξασφάλιση ενός κλεισίματος ή για την ταυτοποίηση εγγράφων
    συνώνυμο:
  • σφραγίδα

verb

1. Walk heavily

  • "The men stomped through the snow in their heavy boots"
    synonym:
  • stomp
  • ,
  • stamp
  • ,
  • stump

1. Περπατώ βαριά

  • "Οι άντρες πέταξαν μέσα από το χιόνι στις βαριές μπότες τους"
    συνώνυμο:
  • παλεύω
  • ,
  • σφραγίδα
  • ,
  • κούτσουρο

2. To mark, or produce an imprint in or on something

  • "A man whose name is permanently stamped on our maps"
    synonym:
  • stamp

2. Να σηματοδοτήσει ή να παράγει ένα αποτύπωμα σε ή σε κάτι

  • "Ένας άνθρωπος του οποίου το όνομα είναι μόνιμα σφραγισμένο στους χάρτες μας"
    συνώνυμο:
  • σφραγίδα

3. Reveal clearly as having a certain character

  • "His playing stamps him as a romantic"
    synonym:
  • stamp

3. Αποκαλύψτε σαφώς ότι έχετε έναν συγκεκριμένο χαρακτήρα

  • "Παίζει τον γραμματόσημο ως ρομαντικό"
    συνώνυμο:
  • σφραγίδα

4. Affix a stamp to

  • "Are the letters properly stamped?"
    synonym:
  • stamp

4. Επισυνάπτω σφραγίδα σε

  • "Τα γράμματα είναι σωστά σφραγισμένα?"
    συνώνυμο:
  • σφραγίδα

5. Treat or classify according to a mental stereotype

  • "I was stereotyped as a lazy southern european"
    synonym:
  • pigeonhole
  • ,
  • stereotype
  • ,
  • stamp

5. Θεραπεία ή ταξινόμηση σύμφωνα με ένα ψυχικό στερεότυπο

  • "Ήμουν στερεότυπος ως τεμπέλης νοτιοευρωπαίος"
    συνώνυμο:
  • περιστεριώνα
  • ,
  • στερεότυπο
  • ,
  • σφραγίδα

6. Destroy or extinguish as if by stamping with the foot

  • "Stamp fascism into submission"
  • "Stamp out tyranny"
    synonym:
  • stamp

6. Καταστρέψτε ή σβήστε σαν να σφραγίζετε με το πόδι

  • "Σταματήστε το φασισμό στην υποταγή"
  • "Αποκλείστε την τυραννία"
    συνώνυμο:
  • σφραγίδα

7. Form or cut out with a mold, form, or die

  • "Stamp needles"
    synonym:
  • stamp

7. Σχηματίστε ή κόψτε με ένα καλούπι, μορφή, ή πεθάνετε

  • "Βελόνες σφιγκτήρα"
    συνώνυμο:
  • σφραγίδα

8. Crush or grind with a heavy instrument

  • "Stamp fruit extract the juice"
    synonym:
  • stamp

8. Συντρίψτε ή αλέστε με ένα βαρύ όργανο

  • "Τα φρούτα σφουγγαριών εξάγουν το χυμό"
    συνώνυμο:
  • σφραγίδα

9. Raise in a relief

  • "Embossed stationery"
    synonym:
  • emboss
  • ,
  • boss
  • ,
  • stamp

9. Ανακουφίζω

  • "Ανάγλυφο χαρτικό"
    συνώνυμο:
  • ανάγλυφο
  • ,
  • αφεντικό
  • ,
  • σφραγίδα

Examples of using

Tom showed his stamp collection to Mary.
Ο Τομ έδειξε τη συλλογή του στη Μαίρη.
I'd like an 100-yen stamp, please.
Θα ήθελα ένα γραμματόσημο 100 γιεν, παρακαλώ.
Please give me one 100-yen stamp.
Παρακαλώ δώστε μου ένα γραμματόσημο 100 αι.