Translation meaning & definition of the word "stalling" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εγκατάσταση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stalling
[Σταματώ]/stɔlɪŋ/
noun
1. A tactic used to mislead or delay
- synonym:
- stall ,
- stalling
1. Μια τακτική που χρησιμοποιείται για την παραπλάνηση ή την καθυστέρηση
- συνώνυμο:
- παλιά ,
- σταματώ
Examples of using
Stop stalling and do what I told you.
Σταμάτα να σταματάς και κάνε ό, τι σου είπα.