Translation meaning & definition of the word "stall" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "σταλ" στην ελληνική γλώσσα
Stall
[Στάβλος]noun
1. A compartment in a stable where a single animal is confined and fed
- synonym:
- stall
1. Ένα διαμέρισμα σε έναν στάβλο όπου ένα μόνο ζώο είναι περιορισμένο και τρέφεται
- συνώνυμο:
- στάβλος
2. Small area set off by walls for special use
- synonym:
- booth ,
- cubicle ,
- stall ,
- kiosk
2. Μικρή περιοχή που εκτοξεύεται από τοίχους για ειδική χρήση
- συνώνυμο:
- περίπτερο ,
- καμπίνα ,
- στάβλος
3. A booth where articles are displayed for sale
- synonym:
- stall ,
- stand ,
- sales booth
3. Ένα περίπτερο όπου εκτίθενται αντικείμενα προς πώληση
- συνώνυμο:
- στάβλος ,
- σταθείτε ,
- θάλαμος πωλήσεων
4. A malfunction in the flight of an aircraft in which there is a sudden loss of lift that results in a downward plunge
- "The plane went into a stall and i couldn't control it"
- synonym:
- stall
4. Μια δυσλειτουργία στην πτήση ενός αεροσκάφους στην οποία υπάρχει ξαφνική απώλεια ανύψωσης που οδηγεί σε βύθιση προς τα κάτω
- "Το αεροπλάνο μπήκε σε πάγκο και δεν μπορούσα να το ελέγξω"
- συνώνυμο:
- στάβλος
5. Seating in the forward part of the main level of a theater
- synonym:
- stall
5. Καθίσματα στο μπροστινό μέρος του κύριου επιπέδου ενός θεάτρου
- συνώνυμο:
- στάβλος
6. Small individual study area in a library
- synonym:
- carrel ,
- carrell ,
- cubicle ,
- stall
6. Μικρή ατομική περιοχή μελέτης σε βιβλιοθήκη
- συνώνυμο:
- carrel ,
- carrell ,
- καμπίνα ,
- στάβλος
7. A tactic used to mislead or delay
- synonym:
- stall ,
- stalling
7. Μια τακτική που χρησιμοποιείται για να παραπλανήσει ή να καθυστερήσει
- συνώνυμο:
- στάβλος ,
- σταματώντας
verb
1. Postpone doing what one should be doing
- "He did not want to write the letter and procrastinated for days"
- synonym:
- procrastinate ,
- stall ,
- drag one's feet ,
- drag one's heels ,
- shillyshally ,
- dilly-dally ,
- dillydally
1. Αναβάλετε να κάνετε αυτό που θα έπρεπε να κάνει κάποιος
- "Δεν ήθελε να γράψει το γράμμα και χρονοτριβούσε για μέρες"
- συνώνυμο:
- χρονοτριβώ ,
- στάβλος ,
- σύρε κανείς τα πόδια του ,
- σύρετε τα τακούνια του ,
- ανόητα ,
- dilly-dally ,
- ντιλιντάλ
2. Come to a stop
- "The car stalled in the driveway"
- synonym:
- stall ,
- conk
2. Ελάτε σε μια στάση
- "Το αυτοκίνητο σταμάτησε στο δρόμο"
- συνώνυμο:
- στάβλος ,
- conk
3. Deliberately delay an event or action
- "She doesn't want to write the report, so she is stalling"
- synonym:
- stall
3. Σκόπιμα καθυστερήστε ένα συμβάν ή μια ενέργεια
- "Δεν θέλει να γράψει την αναφορά, άρα σταματάει"
- συνώνυμο:
- στάβλος
4. Put into, or keep in, a stall
- "Stall the horse"
- synonym:
- stall
4. Βάλτε μέσα, ή κρατήστε μέσα, έναν πάγκο
- "Σταματήστε το άλογο"
- συνώνυμο:
- στάβλος
5. Experience a stall in flight, of airplanes
- synonym:
- stall
5. Ζήστε έναν πάγκο κατά την πτήση, των αεροπλάνων
- συνώνυμο:
- στάβλος
6. Cause an airplane to go into a stall
- synonym:
- stall
6. Αναγκάστε ένα αεροπλάνο να μπει σε ένα στάβλο
- συνώνυμο:
- στάβλος
7. Cause an engine to stop
- "The inexperienced driver kept stalling the car"
- synonym:
- stall
7. Προκαλέστε τη διακοπή ενός κινητήρα
- "Ο άπειρος οδηγός συνέχισε να σταματά το αυτοκίνητο"
- συνώνυμο:
- στάβλος