Translation meaning & definition of the word "stalking" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συζήτηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stalking
[Καταδίωξη]/stɔkɪŋ/
noun
1. A hunt for game carried on by following it stealthily or waiting in ambush
- synonym:
- stalk ,
- stalking ,
- still hunt
1. Ένα κυνήγι για το παιχνίδι συνεχίζεται ακολουθώντας το μυστικά ή περιμένοντας σε ενέδρα
- συνώνυμο:
- παλαίω ,
- καταδίωξη ,
- ακόμα κυνήγι
2. The act of following prey stealthily
- synonym:
- stalk ,
- stalking
2. Η πράξη της μετά τη θήραμα μυστικά
- συνώνυμο:
- παλαίω ,
- καταδίωξη