Translation meaning & definition of the word "stalagmite" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σταλαγμίτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stalagmite
[Σταλαγμίτης]/stæləgmaɪt/
noun
1. A cylinder of calcium carbonate projecting upward from the floor of a limestone cave
- synonym:
- stalagmite
1. Ένας κύλινδρος ανθρακικού ασβεστίου που προβάλλεται προς τα πάνω από το δάπεδο ενός σπηλαίου ασβεστόλιθου
- συνώνυμο:
- σταλαγμίτης
Examples of using
What is the difference between a stalactite and a stalagmite?
Ποια είναι η διαφορά μεταξύ ενός σταλακτίτη και ενός σταλαγμίτη?