Translation meaning & definition of the word "stairway" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αυτοκινητόδρομος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stairway
[Στενό]/stɛrwe/
noun
1. A way of access (upward and downward) consisting of a set of steps
- synonym:
- stairway ,
- staircase
1. Ένας τρόπος πρόσβασης (προς τα εμπρός και προς τα κάτω) που αποτελείται από ένα σύνολο βημάτων
- συνώνυμο:
- σκάλα
Examples of using
In case of a fire, use this emergency stairway.
Σε περίπτωση πυρκαγιάς, χρησιμοποιήστε αυτή τη σκάλα έκτακτης ανάγκης.