Translation meaning & definition of the word "stain" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απόχρωση" στην ελληνική γλώσσα
Stain
[Βαφή]noun
1. A soiled or discolored appearance
- "The wine left a dark stain"
- synonym:
- stain ,
- discoloration ,
- discolouration
1. Μια λερωμένη ή αποχρωματισμένη εμφάνιση
- "Το κρασί άφησε ένα σκοτεινό λεκέ"
- συνώνυμο:
- λεπτός ,
- αποχρωματισμός
2. (microscopy) a dye or other coloring material that is used in microscopy to make structures visible
- synonym:
- stain
2. (μικροσκόπηση) μια χρωστική ουσία ή άλλο υλικό χρωματισμού που χρησιμοποιείται στη μικροσκοπία για να καταστήσει τις δομές ορατές
- συνώνυμο:
- λεπτός
3. The state of being covered with unclean things
- synonym:
- dirt ,
- filth ,
- grime ,
- soil ,
- stain ,
- grease ,
- grunge
3. Η κατάσταση του να καλύπτεται με ακάθαρτα πράγματα
- συνώνυμο:
- βρωμιά ,
- γκριμάτσα ,
- έδαφος ,
- λεπτός ,
- λίπος ,
- αναταράσσω
4. A symbol of disgrace or infamy
- "And the lord set a mark upon cain"--genesis
- synonym:
- mark ,
- stigma ,
- brand ,
- stain
4. Σύμβολο ντροπής ή απιστίας
- "Και ο κύριος έβαλε ένα σημάδι επάνω στον κάιν"-γένεση
- συνώνυμο:
- σηματοδοτώ ,
- στίγμα ,
- μάρκα ,
- λεπτός
5. An act that brings discredit to the person who does it
- "He made a huge blot on his copybook"
- synonym:
- blot ,
- smear ,
- smirch ,
- spot ,
- stain
5. Μια πράξη που φέρνει δυσφήμιση στο άτομο που το κάνει
- "Έφτιαξε μια τεράστια κηλίδα στο βιβλίο του"
- συνώνυμο:
- κηλίδα ,
- επίχρισμα ,
- ανακατώνω ,
- σημείο ,
- λεπτός
verb
1. Color with a liquid dye or tint
- "Stain this table a beautiful walnut color"
- "People knew how to stain glass a beautiful blue in the middle ages"
- synonym:
- stain
1. Χρώμα με υγρή βαφή ή απόχρωση
- "Διατηρήστε αυτό το τραπέζι ένα όμορφο χρώμα καρυδιάς"
- "Οι άνθρωποι ήξεραν πώς να λεκιάσουν το γυαλί ένα όμορφο μπλε στο μεσαίωνα"
- συνώνυμο:
- λεπτός
2. Produce or leave stains
- "Red wine stains the table cloth"
- synonym:
- stain
2. Παράγετε ή αφήνετε λεκέδες
- "Το κόκκινο κρασί λεκιάζει το επιτραπέζιο πανί"
- συνώνυμο:
- λεπτός
3. Make dirty or spotty, as by exposure to air
- Also used metaphorically
- "The silver was tarnished by the long exposure to the air"
- "Her reputation was sullied after the affair with a married man"
- synonym:
- tarnish ,
- stain ,
- maculate ,
- sully ,
- defile
3. Κάντε βρώμικο ή πεντακάθαρο, όπως με την έκθεση στον αέρα
- Χρησιμοποιείται και μεταφορικά
- "Το ασήμι αμαυρώθηκε από τη μακρά έκθεση στον αέρα"
- "Η φήμη της αμαυρώθηκε μετά τη σχέση με έναν παντρεμένο άνδρα"
- συνώνυμο:
- ταρνίζ ,
- λεπτός ,
- ωριμάζω ,
- απολυμαντικόσ ,
- μολύνω
4. Color for microscopic study
- "The laboratory worker dyed the specimen"
- synonym:
- stain
4. Χρώμα για μικροσκοπική μελέτη
- "Ο εργαστηριακός εργάτης έβαψε το δείγμα"
- συνώνυμο:
- λεπτός