Translation meaning & definition of the word "staid" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραμένει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Staid
[Σταματώ]/sted/
adjective
1. Characterized by dignity and propriety
- synonym:
- sedate ,
- staid
1. Χαρακτηρίζεται από αξιοπρέπεια και ευπρέπεια
- συνώνυμο:
- καθιστώ ,
- παλαίωσε