Translation meaning & definition of the word "stagnant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "στάντας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stagnant
[Στασιμότητα]/stægnənt/
adjective
1. Not circulating or flowing
- "Dead air"
- "Dead water"
- "Stagnant water"
- synonym:
- dead(a) ,
- stagnant
1. Δεν κυκλοφορεί ή ρέει
- "Νεκρός αέρας"
- "Νερό νερό"
- "Σταθερό νερό"
- συνώνυμο:
- νεζ() ,
- στάσιμη
2. Not growing or changing
- Without force or vitality
- synonym:
- stagnant ,
- moribund
2. Δεν αναπτύσσεται ή αλλάζει
- Χωρίς δύναμη ή ζωτικότητα
- συνώνυμο:
- στάσιμη ,
- μοριμπούντ