Translation meaning & definition of the word "stager" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στοίχημα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stager
[Σταθμεύω]/steʤər/
noun
1. Someone who supervises the physical aspects in the production of a show and who is in charge of the stage when the show is being performed
- synonym:
- stage manager ,
- stager
1. Κάποιος που εποπτεύει τις φυσικές πτυχές στην παραγωγή μιας εκπομπής και που είναι υπεύθυνος για το στάδιο όταν πραγματοποιείται
- συνώνυμο:
- διευθυντής σκηνής ,
- σταθμεύω
2. An experienced person who has been through many battles
- Someone who has given long service
- synonym:
- veteran ,
- old-timer ,
- oldtimer ,
- old hand ,
- warhorse ,
- old stager ,
- stager
2. Ένα έμπειρο άτομο που έχει περάσει από πολλές μάχες
- Κάποιος που έχει προσφέρει μεγάλη υπηρεσία
- συνώνυμο:
- βετεράνος ,
- παλαιός-χρονικός ,
- παλαιότερη ,
- παλιό χέρι ,
- πολεμικό άλογο ,
- παλιό στάδιο ,
- σταθμεύω