Translation meaning & definition of the word "staged" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σταδιοποιημένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Staged
[Σταδιοποιήθηκε]/steʤd/
adjective
1. Written for or performed on the stage
- "A staged version of the novel"
- synonym:
- staged
1. Γραμμένο ή εκτελεσμένο στη σκηνή
- "Μια εκδοχή του μυθιστορήματος"
- συνώνυμο:
- σταδιοποιήθηκε
2. Deliberately arranged for effect
- "One of those artfully staged photographs"
- synonym:
- arranged ,
- staged
2. Σκόπιμα κανονισμένο για αποτέλεσμα
- "Μία από αυτές τις τεχνητές φωτογραφίες"
- συνώνυμο:
- διαμορφωμένος ,
- σταδιοποιήθηκε