Translation meaning & definition of the word "stag" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σταθμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stag
[Σταματώ]/stæg/
noun
1. A male deer, especially an adult male red deer
- synonym:
- hart ,
- stag
1. Ένα αρσενικό ελάφι, ειδικά ένα ενήλικο αρσενικό κόκκινο ελάφι
- συνώνυμο:
- χάρτησ ,
- αναβάλλω
2. Adult male deer
- synonym:
- stag
2. Ενήλικας αρσενικό ελάφι
- συνώνυμο:
- αναβάλλω
verb
1. Attend a dance or a party without a female companion
- synonym:
- stag
1. Παρακολουθήστε ένα χορό ή ένα πάρτι χωρίς γυναίκα σύντροφος
- συνώνυμο:
- αναβάλλω
2. Give away information about somebody
- "He told on his classmate who had cheated on the exam"
- synonym:
- denounce ,
- tell on ,
- betray ,
- give away ,
- rat ,
- grass ,
- shit ,
- shop ,
- snitch ,
- stag
2. Δώστε πληροφορίες για κάποιον
- "Είπε στον συμμαθητή του που είχε εξαπατήσει τις εξετάσεις"
- συνώνυμο:
- καταγγέλλω ,
- πες ,
- προδίδω ,
- παραδίδω ,
- αρουραίος ,
- χορτάρι ,
- σκατά ,
- κατάστημα ,
- αποκοπή ,
- αναβάλλω
3. Watch, observe, or inquire secretly
- synonym:
- spy ,
- stag ,
- snoop ,
- sleuth
3. Παρακολουθήστε, παρατηρήστε ή ερευνήστε κρυφά
- συνώνυμο:
- κατάσκοπος ,
- αναβάλλω ,
- αποφύγετε ,
- λήθαργος