Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "staff" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσωπικό" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Staff

[Προσωπικό]
/stæf/

noun

1. Personnel who assist their superior in carrying out an assigned task

  • "The hospital has an excellent nursing staff"
  • "The general relied on his staff to make routine decisions"
    synonym:
  • staff

1. Προσωπικό που βοηθά τον ανώτερό τους στην εκτέλεση μιας εργασίας που έχει ανατεθεί

  • "Το νοσοκομείο έχει εξαιρετικό νοσηλευτικό προσωπικό"
  • "Ο στρατηγός βασίστηκε στο προσωπικό του για να λάβει συνήθεις αποφάσεις"
    συνώνυμο:
  • προσωπικό

2. A strong rod or stick with a specialized utilitarian purpose

  • "He walked with the help of a wooden staff"
    synonym:
  • staff

2. Μια ισχυρή ράβδος ή ραβδί με εξειδικευμένο χρηστικό σκοπό

  • "Περπάτησε με τη βοήθεια ξύλινου προσωπικού"
    συνώνυμο:
  • προσωπικό

3. The body of teachers and administrators at a school

  • "The dean addressed the letter to the entire staff of the university"
    synonym:
  • staff
  • ,
  • faculty

3. Το σώμα των εκπαιδευτικών και των διαχειριστών σε ένα σχολείο

  • "Ο κοσμήτορας απηύθυνε την επιστολή σε ολόκληρο το προσωπικό του πανεπιστημίου"
    συνώνυμο:
  • προσωπικό
  • ,
  • σχολή

4. Building material consisting of plaster and hair

  • Used to cover external surfaces of temporary structure (as at an exposition) or for decoration
    synonym:
  • staff

4. Οικοδομικό υλικό που αποτελείται από γύψο και μαλλιά

  • Χρησιμοποιείται για την κάλυψη εξωτερικών επιφανειών προσωρινής δομής (ας σε έκθεση) ή για διακόσμηση
    συνώνυμο:
  • προσωπικό

5. A rod carried as a symbol

    synonym:
  • staff

5. Μια ράβδος που μεταφέρεται ως σύμβολο

    συνώνυμο:
  • προσωπικό

6. (music) the system of five horizontal lines on which the musical notes are written

    synonym:
  • staff
  • ,
  • stave

6. (μουσική) το σύστημα των πέντε οριζόντιων γραμμών στις οποίες γράφονται οι μουσικές νότες

    συνώνυμο:
  • προσωπικό
  • ,
  • σταυρόσ

verb

1. Provide with staff

  • "This position is not always staffed"
    synonym:
  • staff

1. Παρέχει προσωπικό

  • "Η θέση αυτή δεν είναι πάντα στελεχωμένη"
    συνώνυμο:
  • προσωπικό

2. Serve on the staff of

  • "The two men staff the reception desk"
    synonym:
  • staff

2. Εξυπηρετήστε στο προσωπικό του

  • "Οι δύο άνδρες επιτελούν τη ρεσεψιόν"
    συνώνυμο:
  • προσωπικό

Examples of using

The boss spoke in a condescending tone when addressing the female staff members.
Το αφεντικό μίλησε με συγκαταβατικό τόνο όταν απευθύνθηκε στα μέλη του γυναικείου προσωπικού.
I speak French to my staff.
Μιλάω γαλλικά στο προσωπικό μου.
We need many additions to our staff.
Χρειαζόμαστε πολλές προσθήκες στο προσωπικό μας.