Translation meaning & definition of the word "staccato" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σταμάτο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Staccato
[Στακατό]/stəkɑtoʊ/
adjective
1. (music) marked by or composed of disconnected parts or sounds
- Cut short crisply
- "Staccato applause"
- "A staccato command"
- "Staccato notes"
- synonym:
- staccato ,
- disconnected
1. (μουσικό) που χαρακτηρίζεται από ή αποτελείται από αποσυνδεδεμένα μέρη ή ήχους
- Κόψτε κοντά
- "Στατικό χειροκρότημα"
- "Μια εντολή στακατό"
- "Σημειώσεις από σταματημό"
- συνώνυμο:
- στακατό ,
- αποσυνδεδεμένο
adverb
1. Separating the notes
- In music
- "Play this staccato, please"
- synonym:
- staccato
1. Διαχωρισμός των σημειώσεων
- Στη μουσική
- "Παίξε αυτό το στακτάτο, παρακαλώ"
- συνώνυμο:
- στακατό